- ἐκείν'
- ἐκείνᾱͅ , ἐκεῖνοςthe person therefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκεῖν' — ἐκεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl ἐκεῖνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg ἐκεῖνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg ἐκεῖναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Battle of the Olive Grove of Koundouros — Infobox Military Conflict conflict=Battle of the Olive Grove of Koundouros partof=the Fourth Crusade caption= date=1205 AD place= Messenia, Peloponnese result=Decisive Frankish victory combatant1=Franks combatant2=Byzantines commander1=William of … Wikipedia
Papyrus 6 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 6 … Deutsch Wikipedia
DRACHMA — Gr. Δραχμὴ, genus nummi, quod interdum λεπτὸν ὁλκὴν, ὀβολὸν, δηνἀριον, quoque iidem dicebant, Romanis Denarius fuit, h. e. sesterti quatuor. Quod ad pondus, septem drachmae unciam incurrunt; unde consequitur, cum libra sit 12. unciarum, 84.… … Hofmann J. Lexicon universale
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
εκχράω — (I) ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α) 1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω 2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ. θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» πώς θα… … Dictionary of Greek
επιφλέγω — ἐπιφλέγω (Α) [φλέγω] 1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.) 2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω 3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω («σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῑν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.) 4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει… … Dictionary of Greek
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… … Dictionary of Greek